- μελάνωση
- Μη φυσιολογική εναπόθεση μελανίνης στους ιστούς, και ιδιαίτερα στο δέρμα.
(Βοτ.) Ασθένεια που προσβάλλει τους ιστούς των φυτών, προκαλώντας παθολογικές αλλοιώσεις· γενικά, πάνω στο προσβεβλημένο όργανο εμφανίζονται πολλές διάχυτες μελανές κηλίδες, από όπου προέρχεται και το όνομα της νόσου.
Η μ. προκαλείται συνήθως από μύκητες: γίνεται ιδιαίτερα ζημιογόνα όταν προσβάλλει καρποφόρα δέντρα, όπως η μ. των καρπών της μανταρινιάς, που οφείλεται στη Cytosporina citriperda και η μ. των φύλλων των αμερικανικών ειδών αμπέλου, που προκαλεί η Septoria ampelina. Μ. είναι επίσης δυνατόν να προκληθεί από μηχανικές αιτίες σε φρούτα και σε κονδύλους.
* * *η (ΑM μελάνωσις)η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μελανώνω, το μαύρισμα, το μελάνωμανεοελλ.1. (ιατρ.-κτηνιατρ.) ονομασία που δίνεται σε παθολογικές περιπτώσεις συσσώρευσης μελαγχρωστικής στους ιστούς και ιδίως στο δέρμα2. (φυτοπαθ.) περιληπτική ονομασία διαφόρων ασθενειών τών φυτών, λόγω τού μελανού χρώματος που αποκτούν ορισμένα μέρη τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanosis, γαλλ. melanose)].
Dictionary of Greek. 2013.